Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Η Έλενα Μαρούτσου για το 1.000.000 στιγμές


Η συγγραφέας Έλενα Μαρούτσου γράφει για το "Ένα εκατομμύριο στιγμές" του Μιχάλη Φουντουκλή και μας κάνει απλά περήφανους.


1.000.000 στιγμές

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, ο Μιχάλης λέει πως 1.000.000 στιγμές είναι πολλές στιγμές. Δεν πρόκειται να τον αντικρούσω, όμως, έτσι τυπωμένο αριθμητικά στον τίτλο, με το 1 να δεσπόζει, μου φάνηκε ελκυστική η σκέψη πως θα μπορούσε να πρόκειται για μια στιγμή. Μια στιγμή διογκωμένη σα μπαλόνι, μια στιγμή που όσο πιο πολλά μηδενικά της αραδιάσεις στο κατόπι τόσο φουσκώνει και φουσκώνει. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αυτή η στιγμή-μπαλόνι ονομάζεται φοιτητική ζωή, κι όπως κάθε στιγμή όσο διαρκεί έχει τα χαρακτηριστικά της αιωνιότητας, ενώ όταν σκάσει σε βρίσκει κάπως απορημένο κι έκθαμβο στο κατώφλι της ωριμότητας.

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου φορτωμένη με τόσους μύθους και προσδοκίες όσο η φοιτητική ζωή. Η ίδια η ιδιότητα του «φοιτητή» στην Ελλάδα μοιάζει όχι τόσο με ένα στάδιο εντατικής προετοιμασίας για την επαγγελματική ζωή όσο με ένα έπαθλο, μια ψυχική αποζημίωση για τόσα χρόνια σχολικής βαρεμάρας και φροντιστηριακής υπερκόπωσης. Τουλάχιστον η δική μου η γενιά έτσι έζησε τα φοιτητικά της χρόνια, μέσα σε μια ονειρική δικαίωση, λες και επιτέλους θα μπορούσαμε να αναπαυθούμε σ’ ένα νησί, όπου μας έβγαλε το κρόουλ των πανελλαδικών λίγο πριν ξαναβουτήξουμε για τα βαθιά και μαύρα (όπως αποδείχθηκε) νερά της εύρεσης εργασίας.

Πάντα αναρωτιόμουν αν και σήμερα το νησί αυτό κατοικείται από τους ίδιους ανεκδιήγητους ιθαγενείς, αν βυθίζεται στις απολαύσεις των πολύωρων καφέδων, αν καλύπτεται από την ίδιες αναθυμιάσεις καπνού και αλκοόλ, αν σέρνεται στα αμφιθέατρα των συνελεύσεων με την ίδιο μείγμα θυμηδίας και δυσπιστίας, αν οι παρέες λιώνουν και δένουν μεταξύ τους, ακούραστα άσωτοι και κουρασμένα ρομαντικοί. Πέρα απ’ τη λογοτεχνική ή όποια άλλη αξία αυτού του βιβλίου, προσωπικά έπιασα να το διαβάζω για να θυμηθώ αλλά και να ανακαλύψω. Δεν θα σας αποκαλύψω τα πορίσματα αυτής της έρευνας, μιας και το ενδιαφέρον τους είναι καθαρά προσωπικό. Αυτό όμως που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν έχω διαβάσει τόσο ειλικρινή, αστεία αλλά και τρυφερή αποτύπωση της σύγχρονης φοιτητικής ζωής.

Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Πέτρος, σπουδάζει σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη. Η αφήγηση ξεκινάει τον Σεπτέμβρη με την έναρξη του τελευταίου έτους των σπουδών του και λήγει τον επόμενο Σεπτέμβρη, όταν ο ίδιος αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της φοιτητικής παρέας είναι έτοιμα να πάρουν ο καθένας το δικό του δρόμο . Ο Μιχάλης έχει επιλέξει αυτή τη χρονιά, που στέκει σαν όριο ανάμεσα σε δυο κόσμους, για να ξετυλίξει το νήμα με τις 1.000.000 στιγμές, τους 1.000.000 κόμπους, τους οποίους ψηλαφεί έναν έναν με την ίδια προσοχή, την ίδια χιουμοριστική αλλά και κριτική διάθεση χωρίς να δημιουργεί τεχνητά σκαμπανεβάσματα στην πλοκή, κρατώντας ένα σταθερό αλλά κι ανάλαφρο βηματισμό. Μ’ αυτό τον τρόπο, καθώς τα κεφάλαια κι οι μήνες στους οποίους αντιστοιχεί το καθένα προχωρούν, έχεις την αίσθηση πως σε τραβάνε από το χέρι να περπατήσεις μαζί με τον αφηγητή, μέρα τη μέρα στιγμή τη στιγμή, γευόμενος κι εσύ λίγο λίγο αυτό το μίγμα από τρέλα, πλήξη, διάβασμα κι έρωτα που ποτίζει τη φοιτητική ζωή της παρέας.

Η παρέα είναι ο ιστός που κρατάει δεμένες τις 1.000.000 στιγμές του βιβλίου. Ο Πέτρος, ο Αποστόλης ή Τόλης ή Τρολ, τα 3Φ (η Φένια, η Φαίη κι η Φανή), ο Ανέστης που αργότερα έγινε Άλεξ ή για τους φίλους Αλεξάκης, μπλέκονται μεταξύ τους και μπλέκουν κι άλλους που η τροχιά τους συναντιέται για λίγο με τη δική τους: ο Μπάμπης ο σουβλατζής που έχει αναλάβει να τροφοδοτεί οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας την παρέα, η Γατούλα που τρίβει τη γούνα της πάνω στον Πέτρο, ο Φρανς κι η Φραντσέσκα, ο κυρ-Θύμιος κι οι χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης. Άλλοτε η ζωή της παρέας μοιάζει να βρίθει από πρόσωπα και γεγονότα, σαν ένα τσίρκο, όπου τα νούμερα διαδέχονται με διασκεδαστική αγωνία το ένα το άλλο, κι άλλοτε λιμνάζει σε σπίτια φίλων μπροστά από τηλεοράσεις, οθόνες υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων. Λένε πως οι φίλοι είναι η συγνώμη του Θεού για την οικογένεια. Όχι μόνο δεν θα διαφωνήσω αλλά θα τα φουσκώσω κι άλλο, αν αυτό είναι δυνατό: οι φίλοι είναι μια συνεχής δοκιμή ξανασχεδιασμού της οικογένειας, σβήνοντας κατά τόπους το αρχικό σχέδιο έτσι όπως έχει αποτυπωθεί πάνω μας, ξαναγράφοντας κι αλλάζοντάς το, όσο και όπως μπορούμε.

Αν η παρέα λοιπόν είναι ο ιστός του βιβλίου, ο έρωτας είναι μια σειρά από έντομα που έχουν πιαστεί μέσα. Ένας έρωτας που δεν έχει ξεχαστεί και ρίχνει τη σκιά του στους επόμενους, καινούργιες αγάπες που κυνηγάν η μια την ουρά της άλλης, ελπίδες πάνω στα σκαμπό ενός μπαρ που δεν αργούν να γκρεμιστούν στο πάτωμα, ο πόθος σαν ένα παιχνίδι με καθρεφτάκια που ανακλά τη λάμψη του από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από οθόνη κινητού σε οθόνη υπολογιστή, τυφλώνοντας τελικά τους πάντες, ζευγαρώνοντας για τα καλά κάποιους, αφήνοντας σύξυλους τους περισσότερους.

Στις οθόνες όμως αυτού του βιβλίου δεν περνούν μόνο σχέσεις καρδιακές, ψημένες φιλίες και άψητοι έρωτες. Υπάρχει και το Παπάκι. Το Παπάκι είναι η φωνή του Πέτρου, του πρωταγωνιστή, έτσι όπως φτάνει στους υπόλοιπους αλλά και σε μας τους αναγνώστες μέσω των άρθρων του στη φοιτητική εφημερίδα, όπου δημοσιεύει τις σκέψεις του γύρω από όλα αυτά που συμβαίνουν στην πόλη, στο πανεπιστήμιο, στις παρέες, στην πολιτική, στον έρωτα, στη ζωή του. Αυτά τα αποσπάσματα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, μας αποσπούν προσωρινά από τα καφέ, τα μπαράκια, τους καναπέδες και τα σεντόνια, σαν η κάμερα του συγγραφέα να παίρνει μια απόσταση, βλέποντας για λίγο τα πράγματα από ψηλά, περιγράφοντας κι αναλύοντάς τα, όχι όμως με το ύφος ενός παντεπόπτη και παντογνώστη αφηγητή, αλλά με το χιούμορ και την κριτική διάθεση κάποιου που βράζει κι ο ίδιος μέσα στην καυτή σούπα της οποίας απαριθμεί τα υλικά και τις δόσεις.

Όμως όλα αυτά, έχω την εντύπωση, όλες αυτές οι 1.000.000 στιγμές του βιβλίου, θα σκόρπιζαν και θα χάνονταν ή θα αναλήπτονταν σαν το μπαλόνι της μιας στιγμής, όπως έλεγα στην αρχή, αν δεν είχαν κι ένα βαρίδι να τις κρατάει στη γη. Κι αυτό το βαρίδι είναι ο θάνατος. Κι όχι μόνο ο συμβολικός, των σχέσεων ή της φοιτητικής ζωής, ας πούμε, που φτάνει σ’ ένα τέρμα, αλλά κι ο άλλος, ο πραγματικός, αυτός που αφήνει το στίγμα του στα σώματα και τις ματιές και τίποτα μετά από αυτό δεν είναι ίδιο. Άλλωστε το «στίγμα» κι η «στιγμή» βγαίνουν απ’ το ίδιο ρήμα, έχουν την ίδια ρίζα, την ίδια μάνα. «Στίζω» θα πει χαράζω ένα στίγμα, ένα τατουάζ, μια ακόμα γραμμή στον τοίχο με το κοπίδι του χρόνου.

Ο Μιχάλης χάραξε 1.000.000 απολαυστικές, καθημερινές, αστείες, παράξενες, μελαγχολικές στιγμές πάνω σε αυτό το βιβλίο. Σειρά σας τώρα να τις διαβάσετε.

1 σχόλιο:

  1. Είχα συγκινηθεί πολύ όταν το διάβαζε η Έλενα. Την ευχαριστώ πολύ για όλο αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή